- συνέχω
- ΝΜΑ [ἔχω]κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώνεοελλ.1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο»)2. (το μεσ.) συνέχομαιαποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)μσν.-αρχ.(για τον θεό) διατηρώ στη ζωήαρχ.1. κρατώ κάτι κλειστό2. περικλείω μέσα μου, εμπεριέχω3. (σχετικά με πλήθος ανθρώπων) διατηρώ σε συνοχή4. συντηρώ, διαφυλάσσω, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση («τοὺς πολίτας συνέχειν ἐν τοῑς ὅπλοις», Πλούτ.)5. κατακρατώ («μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ», πάπ.)6. αποτρέπω κάποιον να προβεί σε ορισμένη ενέργεια («συνέχων τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων», Διόδ.)7. (σχετικά με κάθε είδους κοινωνική ή πολιτική συγκρότηση) κρατώ σε ενότητα, σε ομόνοια («καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία συνέχει», Πλάτ.)8. (σχετικά με κωπηλασία) διατηρώ σε ρυθμό9. συνδέω με φιλικούς δεσμούς10. απασχολώ κάποιον με κάτι («ἐν γυναιξί καὶ θιάσοις καὶ κώμοις συνέχοντος ἑαυτόν», Πλούτ.)11. παίρνω μαζί μου κάποιον ύστερα από πρόσκληση («συνέχειν γυναῑκα ἐπὶ καπηλείου», Πλούτ.)12. (για λόγο) περιλαμβάνω, εμπεριέχω («εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις συνέχει», Πλάτ.)13. κρατώ κάποιον σε περιορισμό, κρατώ στη φυλακή14. παρεμποδίζω, παρακωλύω15. σταματώ κάτι16. (σχετικά με πράγματα) ασφαλίζω17. υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι («ἡ ἀγάπη τοῡ Χριστοῡ συνέχει ἡμᾱς», ΚΔ)18. πιέζω, καταθλίβω, στενοχωρώ, ενοχλώ («ἡ σκληροκοιτία λυπεῑ καὶ συνέχει τὸ σῶμα», Γαλ.)19. διατηρώ σε ενέργεια δύο πράγματα ταυτόχρονα («δύο σχολὰς συνεῑχε», Στράβ.)20. συγκεντρώνω σε αποθήκη («σύνεχε τὰ γενήματα», πάπ.)21. (ως αμτβ.) α) έχω στενή σχέση με κάτι ή, ακόμη, συμπίμπω με κάτι («δέκατος ἐστι τρόπος, ὅς μάλιστα συνέχει πρὸς τὰ ἠθικά», Σέξτ. Εμπ.)β) εξακολουθώ να κάνω κάτι, συνεχίζω22. (μέσ. και παθ.) συνέχομαια) ζαρώνω («ὁ καρπὸς... ἄν μὴ πλυθῇ... συνέχεται», Θεόφρ.)β) (κυρίως ως αλληλοπαθές) i) συμπλέκομαι αμοιβαίωςii) σμίγω ερωτικά, συνουσιάζομαιγ) προκαλούμαι κατά κύριο λόγο από κάτι («τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτιας συνέχεσθαι», Σωρ.)δ) (με δοτ. με την οποία και δηλώνεται το αίτιο τής δυσάρεστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται κάποιος) ενοχλούμαι από κάτι είτε ως προς την ψυχική ή πνευματική μου κατάσταση είτε ως προς τη σωματική μου υγεία και ακεραιότητα (α. «φροντὶς ᾗ ξυνεσχόμην», Ευρ.β. «μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος», Πλάτ.)ε) συνάπτω μάχη εκ τού συστάδην23. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ συνέχοντο ουσιώδες, αυτό που έχει τη βασικότερη, την ουσιαστικότερη σημασία («τὸ συνέχον τῆς ἐκκλησίας» — ο κύριος λόγος σύγκλησης συνέλευσης τού λαού, Πολ.)24. φρ. «συνέχει τὸ ἄρθρον»γραμμ. συνοδεύεται από το άρθρο (Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.